- ταξιθέτηση
- η, Ν [ταξιθετώ]1. η ενέργεια τού ταξιθετώ, τακτοποίηση, ταξινόμηση2. (οικον.) (στην οργάνωση επιχειρήσεων) τοποθέτηση σε ορισμένο χώρο πραγμάτων που έχουν ήδη ταξινομηθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταξιθέτηση — η η εργασία της ταξινόμησης εγγράφων κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταχωρισμός — ὁ (Α καταχωρισμός) [καταχωρίζω] καταχώριση* αρχ. διευθέτηση, ταξιθέτηση, ταξινόμηση … Dictionary of Greek
κυβόλεξο — το παιχνίδι κατά το οποίο τοποθετούνται γράμματα τού αλφαβήτου αρχικών λέξεων σε επιφάνεια πλευράς κύβου ούτως ώστε να αποτελέσουν άλλες λέξεις μετά την ταξιθέτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + λεξο (< λέξη), πρβλ. σταυρό λεξο. Ο τ. πιθ. αποτελεί… … Dictionary of Greek
στρώση — η / στρῶσις, ώσεως, ΝΜΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρώνω, κάλυψη μιας επιφάνειας με ένα υλικό, το στρώσιμο 2. επίστρωση (α. «η στρώση τού δρόμου» β. «στρῶσις ὁδῶν» η λιθόστρωση, Διον. Αλ.) νεοελλ. 1. (μεταλργ.) το δάπεδο υπόγειας στοάς… … Dictionary of Greek